Steigern στα ελληνικά

Μετάφραση: steigern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζοπορία, ανατρέφω, ανεβάζω, βελτιώνω, σηκώνω, εντείνω, υψώνω, ενισχύω, αυξάνω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Steigern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgequält στα ελληνικά - βασανίζεται, βασανισμένο, βασανίζονται, βασανισμένος, βασανισμένων
  • auffüllen στα ελληνικά - παραγέμισμα, γεμίζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
  • aufhänger στα ελληνικά - άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, κρεμάστρα, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ...
  • beschleunigungsaufnehmer στα ελληνικά - επιταχυνσιόμετρο, Accelerometer, επιταχυνσιμέτρων, Μετρητής επιτάχυνσης, επιταχυνσιόμετρο του
Τυχαίες λέξεις
Steigern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζοπορία, ανατρέφω, ανεβάζω, βελτιώνω, σηκώνω, εντείνω, υψώνω, ενισχύω, αυξάνω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει