Wohltätig στα ελληνικά
Μετάφραση: wohltätig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλάνθρωπος, φρόνιμος, συνετός, ευμενής, καλόβουλος, πρόσχαρος, φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anlagengegenstand στα ελληνικά - ενεργητικό, κεφάλαιο, φυτό, φυτών, εργοστάσιο, φυτού, φυτικών
- bedauerlich στα ελληνικά - θλιβερά, λυπημένα, λυπηρά, ατυχής, θλιβερός, ατυχές, ατυχή, ...
- begierde στα ελληνικά - παροτρύνω, φαγούρα, προθυμία, επιθυμία, παρόρμηση, πόθος, παρακινώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Wohltätig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλάνθρωπος, φρόνιμος, συνετός, ευμενής, καλόβουλος, πρόσχαρος, φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό
Μεταφράσεις: φιλάνθρωπος, φρόνιμος, συνετός, ευμενής, καλόβουλος, πρόσχαρος, φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό