Wohnen στα ελληνικά

Μετάφραση: wohnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόσμος, ζωντανός, άνθρωπος, άνθρωποι, μένω, κατοικώ, διαμένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Wohnen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benahm στα ελληνικά - συμπεριφέρθηκε, συμπεριφερμένο, ή κακή συμπεριφορά
  • bett στα ελληνικά - κρεβάτι, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed
  • dunkle στα ελληνικά - σκοτάδι, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή, σκούρα
Τυχαίες λέξεις
Wohnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόσμος, ζωντανός, άνθρωπος, άνθρωποι, μένω, κατοικώ, διαμένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει