Άνθρωποι στα γερμανικά
Μετάφραση: άνθρωποι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
volk, bevölkerung, leute, wohnen, bevölkern, Menschen, Personen, Leute, Volk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνθρωποι
άνθρωποι μονάχοι, άνθρωποι που ξεχωρίζουν, άνθρωποι και δελφίνια, άνθρωποι και μηχανές, άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης, άνθρωποι λεξικό γλώσσας γερμανικά, άνθρωποι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- άνθος στα γερμανικά - aufschwung, blütezeit, blume, blüte, flaum, blühen, Blume, ...
- άνθρακας στα γερμανικά - kohle, steinkohle, Kohle, Kohlen, Steinkohle
- άνθρωπος στα γερμανικά - individuum, einzelperson, mann, mensch, menschen, person, mannsbild, ...
- άνισος στα γερμανικά - unsymmetrisch, ungleich, ungleichartig, unterschiedlich, ungleiche, ungleichen
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωποι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: volk, bevölkerung, leute, wohnen, bevölkern, Menschen, Personen, Leute, Volk
Μεταφράσεις: volk, bevölkerung, leute, wohnen, bevölkern, Menschen, Personen, Leute, Volk