Κατοικώ στα γερμανικά
Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verweilzeit, wohnen, leben, live, zu leben
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικώ
κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, κατοικώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κατοικίδιος στα γερμανικά - hausgehilfin, häuslich, hausangestellte, hausangestellter, haushalthilfe, dienstbote, domestiziert, ...
- κατοικημένος στα γερμανικά - wohn, Wohn, Wohnen, Wohn-
- κατολίσθηση στα γερμανικά - bergrutsch, erdrutsch, gleitend, verschiebbar, Schiebe, gleitenden, Schiebetüren
- κατορθώνω στα γερμανικά - schaffen, erzielen, eintreffen, erreichen, stellen, setzen, legte, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verweilzeit, wohnen, leben, live, zu leben
Μεταφράσεις: verweilzeit, wohnen, leben, live, zu leben