Afbrydelse στα ελληνικά
Μετάφραση: afbrydelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, διακόπτω, σταματώ, διακοπή, παύση, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aerodynamik στα ελληνικά - αεροδυναμική, αεροδυναμικής, την αεροδυναμική, της αεροδυναμικής, η αεροδυναμική
- af στα ελληνικά - από, του, της, των
- afdeling στα ελληνικά - τμήμα, κλαδί, μέρος, τομή, υποκατάστημα, κλάδος, τμήματος, ...
- afdelingssygeplejerske στα ελληνικά - νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Τυχαίες λέξεις
Afbrydelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, διακόπτω, σταματώ, διακοπή, παύση, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Μεταφράσεις: διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, διακόπτω, σταματώ, διακοπή, παύση, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της