Διακοπή στα δανικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afbrydelse, pause, afbrydelsen, afbrydelser, afbrudt, afbrydelse af
Διακοπή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας δανικά, διακοπή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα δανικά - gren, filial, branchen, branche, afdeling
  • διακοπές στα δανικά - ferie, helligdage, ferier, ferier i
  • διακοσμώ στα δανικά - smykke, paillet
  • διακρίσεις στα δανικά - diskrimination, forskelsbehandling, diskriminering, af forskelsbehandling
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afbrydelse, pause, afbrydelsen, afbrydelser, afbrudt, afbrydelse af