Διάλειμμα στα δανικά

Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brække, pause, brud, afbrydelse, interval, intervallet
Διάλειμμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλειμμα

διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας δανικά, διάλειμμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διάκονος στα δανικά - diakon, diakonen, til diakon, hjælpepræst
  • διάκριση στα δανικά - diskrimination, forskelsbehandling, diskriminering, af forskelsbehandling
  • διάλεκτος στα δανικά - dialekt, dialekten, dialekter
  • διάλεξη στα δανικά - foredrag, lektie, forelæsning, lecture, foredraget
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brække, pause, brud, afbrydelse, interval, intervallet