Bind στα ελληνικά

Μετάφραση: bind, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνή, βιβλιάριο, όγκος, βιβλίο, ποσότητα, καπαρώνω, Τόμος, Volume, έντασης, Ένταση
Bind στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • billet στα ελληνικά - εισιτήριο, σημειώνω, λογαριασμός, ράμφος, νομοσχέδιο, σημείωση, εισιτηρίων, ...
  • billig στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
  • binde στα ελληνικά - συνδέω, κατατάσσομαι, γραβάτα, ενώνω, δένω, συνενώνω, ισοπαλία, ...
  • bindemiddel στα ελληνικά - κόλλα, συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
Τυχαίες λέξεις
Bind στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνή, βιβλιάριο, όγκος, βιβλίο, ποσότητα, καπαρώνω, Τόμος, Volume, έντασης, Ένταση