Φωνή στα δανικά
Μετάφραση: φωνή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mængde, omfang, stemme, bog, lyd, bind, størrelse, voice, stemmen, røst, tale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φωνή
φωνή εν, φωνή των πειραιωτών, φωνή κυρίου, φωνή της ξάνθης, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, φωνή λεξικό γλώσσας δανικά, φωνή στα δανικά
Μεταφράσεις
- φωλιάζω στα δανικά - havn, rede, tilflugtssted, snuggle, putte, putte sig, i Snuggle
- φωνάζω στα δανικά - skrige, råbe, råb, skrig, græde, yell, råber, ...
- φωναχτά στα δανικά - højt, op, høit, højlydt
- φωνητικός στα δανικά - vokal, Vocal, vokale, Sang, højrøstet
Τυχαίες λέξεις
Φωνή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mængde, omfang, stemme, bog, lyd, bind, størrelse, voice, stemmen, røst, tale
Μεταφράσεις: mængde, omfang, stemme, bog, lyd, bind, størrelse, voice, stemmen, røst, tale