Bondegård στα ελληνικά
Μετάφραση: bondegård, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγρόκτημα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, ράντσο, περιουσία, αγροικία, Αγρόκτημα, Farmhouse, Εξοχικό Σπίτι, Κτίσμα Φάρμας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bomuld στα ελληνικά - βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακερός, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
- bonde στα ελληνικά - χωριάτης, αγρότης, χωρικός, αγροτών, αγρότη, χωρικών
- bopæl στα ελληνικά - σπίτι, κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
- bor στα ελληνικά - ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
Τυχαίες λέξεις
Bondegård στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγρόκτημα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, ράντσο, περιουσία, αγροικία, Αγρόκτημα, Farmhouse, Εξοχικό Σπίτι, Κτίσμα Φάρμας
Μεταφράσεις: αγρόκτημα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, ράντσο, περιουσία, αγροικία, Αγρόκτημα, Farmhouse, Εξοχικό Σπίτι, Κτίσμα Φάρμας