Ακίνητο στα δανικά

Μετάφραση: ακίνητο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bondegård, egenskab, ejendom, gods, fast ejendom, ejendomsmarkedet, ejendomsmægler, ejendomsmarked, af fast ejendom
Ακίνητο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακίνητο

ακίνητο ορισμόσ, ακίνητο τσοχατζόπουλου, ακίνητο να αγοράσει, ακίνητο κασσιόπης, ακίνητο στα αγγλικά, ακίνητο λεξικό γλώσσας δανικά, ακίνητο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακάθεκτος στα δανικά - fremfusende, heftige, heftig, impulsive, uigennemtænkt
  • ακέραιος στα δανικά - hel, hele, helhed, helt, samlede
  • ακίνητος στα δανικά - stadig, alligevel, endnu, ubevægelig, ubevægelige, stille, ubevægeligt, ...
  • ακαδημία στα δανικά - akademi, Academy, akademiet, konservatoriet, konservatoriets
Τυχαίες λέξεις
Ακίνητο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bondegård, egenskab, ejendom, gods, fast ejendom, ejendomsmarkedet, ejendomsmægler, ejendomsmarked, af fast ejendom