Κτήμα στα δανικά

Μετάφραση: κτήμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gods, ejendom, egenskab, bondegård, estate, boet, ejendommen
Κτήμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήμα

κτήμα γεροβασιλείου, κτήμα κλεοπάτρα, κτήμα γαία, κτήμα αριάδνη, κτήμα ορίζοντες, κτήμα λεξικό γλώσσας δανικά, κτήμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κρύπτη στα δανικά - krypt, crypt, krypten
  • κρύσταλλος στα δανικά - krystal, krystaller, crystal, krystalrosa, krystalvedhæng
  • κτήνος στα δανικά - dyr, dyrisk, væsen, uhyre, umenneske, beast, dyret, ...
  • κτήριο στα δανικά - bygning, bygningen, kontorbygning, opbygning
Τυχαίες λέξεις
Κτήμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gods, ejendom, egenskab, bondegård, estate, boet, ejendommen