Περιουσία στα δανικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bondegård, gods, egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen
Περιουσία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας δανικά, περιουσία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα δανικά - begrænset, begrænses, begrænsede, restriktioner, er begrænset
  • περιορισμός στα δανικά - begrænsning, restriktion, begrænsninger, restriktioner, begrænsningen
  • περιοχή στα δανικά - område, distrikt, herred, areal, region, regionen, området
  • περιπέτεια στα δανικά - vovestykke, oplevelse, eventyr, adventure, eventyret
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bondegård, gods, egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen