Gammel στα ελληνικά

Μετάφραση: gammel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Gammel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • galde στα ελληνικά - χολή, χολής, χολικού, χολικών, χολικά
  • galleri στα ελληνικά - θεωρείο, πινακοθήκη, στοά, γκάλερι, γκαλερί
  • gammeldags στα ελληνικά - ντεμοντέ, παλιομοδίτικο, παλιομοδίτικη, απαρχαιωμένο, παλιομοδίτικες
  • gane στα ελληνικά - υπερώα, ουρανίσκος, ουρανίσκο, υπερώας, τον ουρανίσκο
Τυχαίες λέξεις
Gammel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά