Παλαιός στα δανικά

Μετάφραση: παλαιός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gammel, gamle, gammelt, old, ældre
Παλαιός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλαιός

παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός λεξικό γλώσσας δανικά, παλαιός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παλαιοντολόγος στα δανικά - palæontolog, palæontologen, paleontolog, paleontologist
  • παλαιστής στα δανικά - wrestler, bryder, bryderen
  • παλεύω στα δανικά - kamp, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen
  • παλιάνθρωπος στα δανικά - skunk, stinkdyr, til Skunk, stinkdyret
Τυχαίες λέξεις
Παλαιός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gammel, gamle, gammelt, old, ældre