Γέρικος στα δανικά

Μετάφραση: γέρικος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gammel, gerikos
Γέρικος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρικος

γέρικος λεξικό γλώσσας δανικά, γέρικος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γέννηση στα δανικά - fødsel, fødslen, født, født hvor
  • γένος στα δανικά - køn, slægten, slægt, arten, genus
  • γέρνω στα δανικά - mager, kurve, sving, støtte, krumning, skråning, hældning, ...
  • γέρος στα δανικά - gammel, gamle, gammelt, old, ældre
Τυχαίες λέξεις
Γέρικος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gammel, gerikos