Krumning στα ελληνικά
Μετάφραση: krumning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρτωμα, καμπυλώνεται, κυρτώνω, σκύβω, καμπυλώνω, στροφή, καμπύλη, γέρνω, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- krop στα ελληνικά - σώμα, προβοσκίδα, μπαούλο, σεντούκι, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, ...
- krudt στα ελληνικά - πούδρα, πασπαλίζω, μπαρούτι, πυρίτιδα, πυρίτιδας, την πυρίτιδα, πυριτιδαποθήκη
- krybdyr στα ελληνικά - ερπετό, ερπετά, ερπετών, τα ερπετά, των ερπετών
- krybe στα ελληνικά - σύρομαι, σέρνομαι, σύρσιμο, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, ερπυσμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Krumning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρτωμα, καμπυλώνεται, κυρτώνω, σκύβω, καμπυλώνω, στροφή, καμπύλη, γέρνω, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα
Μεταφράσεις: κύρτωμα, καμπυλώνεται, κυρτώνω, σκύβω, καμπυλώνω, στροφή, καμπύλη, γέρνω, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα