Κύρτωμα στα δανικά
Μετάφραση: κύρτωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krumning, pukkel, camber, pilhøjde, af Camber, i Camber
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κύρτωμα
οσφυϊκό κύρτωμα, κνημιαίο κύρτωμα, ισχιακό κύρτωμα, ιερό κύρτωμα, κύρτωμα λεξικό γλώσσας δανικά, κύρτωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κύριος στα δανικά - hersker, mester, formand, boss, chef, herre, main, ...
- κύρος στα δανικά - kontor, kraft, myndighed, embede, autoritet, magt, ansigt, ...
- κύρωση στα δανικά - straf, revselse, sanktion, sanktioner, sanktionen
- κύστη στα δανικά - blære, blæren, urinblæren, blære-
Τυχαίες λέξεις
Κύρτωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krumning, pukkel, camber, pilhøjde, af Camber, i Camber
Μεταφράσεις: krumning, pukkel, camber, pilhøjde, af Camber, i Camber