Lænke στα ελληνικά
Μετάφραση: lænke, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lænestol στα ελληνικά - πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
- længde στα ελληνικά - μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
- lære στα ελληνικά - διδάσκω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
- lærer στα ελληνικά - καθηγητής, καθηγήτρια, δάσκαλος, δασκάλα, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
Τυχαίες λέξεις
Lænke στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου