Αλυσίδα στα δανικά

Μετάφραση: αλυσίδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lænke, kæde, kæden, chain
Αλυσίδα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλυσίδα

αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα αλυσοπρίονου, αλυσίδα σπύρου αρτοποιεια, αλυσίδα ελβιέλα, αλυσίδα λεξικό γλώσσας δανικά, αλυσίδα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αλουμινόχαρτο στα δανικά - sølvfolie, sølvpapir, sølvfolien
  • αλτρουιστής στα δανικά - altruist, altruistiske
  • αλυσίδα στα δανικά - lænke, kæde, kæden, chain
  • αλφάβητο στα δανικά - alfabet, alfabetet, alphabet, alfabetisk
  • αλφαβητικός στα δανικά - alfabetisk, en alfabetisk
Τυχαίες λέξεις
Αλυσίδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lænke, kæde, kæden, chain