Αποδοχές στα δανικά

Μετάφραση: αποδοχές, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
løn, indtjening, indtjeningen, resultat, indtægter, overskud
Αποδοχές στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοχές

αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές λεξικό γλώσσας δανικά, αποδοχές στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποδοτικός στα δανικά - effektiv, effektive, effektivt, en effektiv
  • αποδοτικότητα στα δανικά - effektivitet, effektiviteten, effektiv, virkningsgrad, effektivt
  • αποδοχή στα δανικά - accept, godkendelse, godtagelse, antagelsen, accept-
  • αποδυναμώνομαι στα δανικά - forarme, fattigere, forarmer, udpine, ruinere
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχές στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: løn, indtjening, indtjeningen, resultat, indtægter, overskud