Διαγωγή στα δανικά
Μετάφραση: διαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
adfærd, opførsel, føre, holdning, lede, adfaerd, gennemførelse, gennemførelsen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαγωγή
διαγωγή κοσμιοτάτη σημασία, διαγωγή μηδέν 1949, διαγωγή κοσμιοτάτη, διαγωγή κοσμιοτάτη τι σημαινει, διαγωγή κοσμιοτάτη λεξικο, διαγωγή λεξικό γλώσσας δανικά, διαγωγή στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαβόητος στα δανικά - berygtet, berygtede, notorisk, notoriske, famøse
- διαγράφω στα δανικά - slette, slet, sletter, slettes, at slette
- διαγωνίζομαι στα δανικά - konkurrere, diagonizomai
- διαγωνιζόμενος στα δανικά - deltager, kæmper, deltageren, konkurrencedeltager
Τυχαίες λέξεις
Διαγωγή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: adfærd, opførsel, føre, holdning, lede, adfaerd, gennemførelse, gennemførelsen
Μεταφράσεις: adfærd, opførsel, føre, holdning, lede, adfaerd, gennemførelse, gennemførelsen