Skælven στα ελληνικά
Μετάφραση: skælven, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ριγώ, ανατριχίλα, τρέμω, τουρτουρίζω, σεισμικές δονήσεις, δονήσεις, τρόμο, τρόμος, τρέμουλο
Μεταφράσεις
- skæl στα ελληνικά - κλίμακας, κασίδα, κλιμάκωση, λέπι, κλίμακα, πιτυρίδα, πιτυρίαση, ...
- skælde στα ελληνικά - προπηλακίζω, λοιδορώ, λοιδορία, βρίζω, προσβάλλω, κατάχρηση, προσβολή, ...
- skænderi στα ελληνικά - φιλονικία, κωπηλατώ, διαμάχη, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, καυγάς, διαφωνία, ...
- skændsel στα ελληνικά - δυσμένεια, ταπείνωση, ντροπή, όνειδος, κρίμα, ατιμία, Infamy, ...
Τυχαίες λέξεις
Skælven στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ριγώ, ανατριχίλα, τρέμω, τουρτουρίζω, σεισμικές δονήσεις, δονήσεις, τρόμο, τρόμος, τρέμουλο
Μεταφράσεις: ριγώ, ανατριχίλα, τρέμω, τουρτουρίζω, σεισμικές δονήσεις, δονήσεις, τρόμο, τρόμος, τρέμουλο