Stilling στα ελληνικά

Μετάφραση: stilling, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επάγγελμα, επιτήδευμα, κατοχή, εμπόριο, κατάληψη, θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση
Stilling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stilk στα ελληνικά - παγανίζω, στέλεχος, μίσχος, στείρα, κυνηγώ, κοτσάνι, μίσχο, ...
  • stille στα ελληνικά - ήσυχος, τοποθετώ, βάζω, μέρος, τόπος, ησυχασμός, που, ...
  • stimulere στα ελληνικά - διεγείρω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
  • sting στα ελληνικά - ραφή, ράβω, βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφής
Τυχαίες λέξεις
Stilling στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επάγγελμα, επιτήδευμα, κατοχή, εμπόριο, κατάληψη, θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση