Κατάληψη στα δανικά

Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskæftigelse, job, besættelse, arbejde, stilling, beslaglæggelse, anfald, beslaglæggelsen, krampeanfald, udlæg
Κατάληψη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάληψη

κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας δανικά, κατάληψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατάκτηση στα δανικά - erobring, erobringen, erobringer, erobre
  • κατάληξη στα δανικά - følge, slutning, ende, endelse, suffiks, suffix, endelsen, ...
  • κατάλληλα στα δανικά - egnet, passende, egnede, velegnet, passer
  • κατάλληλος στα δανικά - passende, egnet, egnede, velegnet, passer
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beskæftigelse, job, besættelse, arbejde, stilling, beslaglæggelse, anfald, beslaglæggelsen, krampeanfald, udlæg