Επάγγελμα στα δανικά

Μετάφραση: επάγγελμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
handle, job, handel, stilling, beskæftigelse, besættelse, arbejde, erhverv, erhvervet, profession, fag
Επάγγελμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επάγγελμα

επάγγελμα γυναίκα, επάγγελμα από η, επάγγελμα από ω, επάγγελμα μωρό, επάγγελμα κτηνίατρος, επάγγελμα λεξικό γλώσσας δανικά, επάγγελμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εορτή στα δανικά - højtid, fest, festmåltid, festen, Højtiden
  • εορτασμός στα δανικά - højtid, fest, fejring, fejringen, fejre, hyldest
  • επάνοδος στα δανικά - hjemkomst, homecoming, hjemkomsten, ballets
  • επάρατος στα δανικά - bølge, wave, bølgen, runde, bølger
Τυχαίες λέξεις
Επάγγελμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: handle, job, handel, stilling, beskæftigelse, besættelse, arbejde, erhverv, erhvervet, profession, fag