Κατοχή στα δανικά

Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
job, beskæftigelse, ejendom, arbejde, stilling, besættelse, besiddelse, boldbesiddelse, tiden, besiddelse af, i besiddelse
Κατοχή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοχή

κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας δανικά, κατοχή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατολίσθηση στα δανικά - glidende, glide, skubbe, glider, at skubbe
  • κατορθώνω στα δανικά - nå, sætte over, læg over, trække ned over, at sætte over, der anbringes over
  • κατοχυρώνω στα δανικά - beskytte, befæste, styrke, forstærke, berige, nå op
  • κατράμι στα δανικά - tjære, beg, banen, banen fuldstændigt ved, banen fuldstændigt, bane
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: job, beskæftigelse, ejendom, arbejde, stilling, besættelse, besiddelse, boldbesiddelse, tiden, besiddelse af, i besiddelse