Stolt στα ελληνικά

Μετάφραση: stolt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
Stolt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stok στα ελληνικά - χώνω, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
  • stol στα ελληνικά - έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
  • stoppe στα ελληνικά - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
  • stor στα ελληνικά - ευρύς, μεγάλος, απίθανος, φαρδύς, πλατύς, μεγάλο, μεγάλη, ...
Τυχαίες λέξεις
Stolt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για