Καμαρωτός στα δανικά
Μετάφραση: καμαρωτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stolt, jaunty, spændstigt, kække, brølende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καμαρωτός
καμαρωτόσ δημήτρησ, άρησ καμαρωτόσ, καμαρωτός λεξικό γλώσσας δανικά, καμαρωτός στα δανικά
Μεταφράσεις
- καμήλα στα δανικά - kamel, camel, kamelen, kameler
- καμαρίλα στα δανικά - advokat, råde, råd, Camarillo, i Camarillo, af Camarillo
- καμβάς στα δανικά - lærred, Canvas, lærredet, Lærredstryk, Lærredstryk på
- καμηλοπάρδαλη στα δανικά - giraf, Giraffe, giraffen, giraffer, Giraffebillede
Τυχαίες λέξεις
Καμαρωτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stolt, jaunty, spændstigt, kække, brølende
Μεταφράσεις: stolt, jaunty, spændstigt, kække, brølende