Toilet στα ελληνικά

Μετάφραση: toilet, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυημένος, αποχωρητήριο, τουαλέτα, λουτρό, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας
Toilet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tobak στα ελληνικά - καπνός, καπνά, καπνού, καπνό, του καπνού, τον καπνό
  • tog στα ελληνικά - αμαξοστοιχία, παρέλαση, τρένο, εκπαιδεύω, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
  • toksikologi στα ελληνικά - τοξικολογία, τοξικολογίας, τοξικολογικές, την τοξικολογία, τοξικολογικών
  • told στα ελληνικά - έθιμο, τελωνείο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Τυχαίες λέξεις
Toilet στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυημένος, αποχωρητήριο, τουαλέτα, λουτρό, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας