Δανειζόμενος στα λιθουανικά

Μετάφραση: δανειζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skolininkas, paskolos, paskolos gavėjas, skolininko, skolininkui
Δανειζόμενος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανειζόμενος

δανειστής δανειζόμενος, δανειζόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δανειζόμενος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δανείζομαι στα λιθουανικά - skolintis, pasiskolinti, skolinasi
  • δανείζω στα λιθουανικά - skolinti, paskolinti, suteikti, teikti, skolina
  • δανεισμός στα λιθουανικά - paskola, skolinimasis, skolinimosi, kredito palūkanų, palūkanų
  • δαπάνες στα λιθουανικά - leidimas, vartojimas, išlaidos, sąnaudos, išlaidas, išlaidų, sąnaudas
Τυχαίες λέξεις
Δανειζόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skolininkas, paskolos, paskolos gavėjas, skolininko, skolininkui