Δανειζόμενος στα εσθονικά

Μετάφραση: δανειζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laenaja, laenuvõtja, laenusaaja, laenusaajale, laenusaajal, laenuvõtjale
Δανειζόμενος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανειζόμενος

δανειστής δανειζόμενος, δανειζόμενος λεξικό γλώσσας εσθονικά, δανειζόμενος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δανείζομαι στα εσθονικά - laenama, laenata, laenu, Tsitaat, laenutada
  • δανείζω στα εσθονικά - laenama, andma, ulatama, laenata, laenu, anda, laenavad
  • δανεισμός στα εσθονικά - laen, laenkeelend, laenama, laenamine, laenukasutuse, võtmise, laenu
  • δαπάνες στα εσθονικά - kulu, väljaminek, kulud, kulude, kulusid, kuludest, kohtukulud
Τυχαίες λέξεις
Δανειζόμενος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: laenaja, laenuvõtja, laenusaaja, laenusaajale, laenusaajal, laenuvõtjale