Δανειζόμενος στα δανικά

Μετάφραση: δανειζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
låntager, låntageren, låntagers, låntagerens, låner
Δανειζόμενος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανειζόμενος

δανειστής δανειζόμενος, δανειζόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, δανειζόμενος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δανείζομαι στα δανικά - låne, at låne, lån, låner, optage lån
  • δανείζω στα δανικά - låne, give, udlåne, yde, egner
  • δανεισμός στα δανικά - låne, lån, låntagning, lånoptagelses-, lånoptagelse, låntagningen
  • δαπάνες στα δανικά - udgifter, forbrug, omkostninger, omkostningerne, udgifterne
Τυχαίες λέξεις
Δανειζόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: låntager, låntageren, låntagers, låntagerens, låner