Δύσχρηστος στα σουηδικά

Μετάφραση: δύσχρηστος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intractable, svårbehandlad, svår, svårlösta, svårbehandlade
Δύσχρηστος στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύσχρηστος

δύσχρηστος λεξικό γλώσσας σουηδικά, δύσχρηστος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • δύσπιστος στα σουηδικά - incredulous, skeptisk, skeptiska, klentrogen, misstrogen
  • δύστροπος στα σουηδικά - shrewish
  • δύτης στα σουηδικά - dykare, dykaren, diver, dyka
  • δώδεκα στα σουηδικά - dussin, tolv, tolv år
Τυχαίες λέξεις
Δύσχρηστος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: intractable, svårbehandlad, svår, svårlösta, svårbehandlade