Δύσχρηστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: δύσχρηστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onhandelbaar, hardnekkige, hardnekkig, onhandelbare, onbehandelbare
Δύσχρηστος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύσχρηστος

δύσχρηστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δύσχρηστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δύσπιστος στα ολλανδικά - ongelovig, ongelovige, incredulous, ongeloof, ongeloovig
  • δύστροπος στα ολλανδικά - feeksachtig, kijfziek, shrewish
  • δύτης στα ολλανδικά - duiker, diver, duiker van, duikers, De Duiker
  • δώδεκα στα ολλανδικά - twaalf, van twaalf, de twaalf, twaalftal
Τυχαίες λέξεις
Δύσχρηστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onhandelbaar, hardnekkige, hardnekkig, onhandelbare, onbehandelbare