Δύσχρηστος στα ιταλικά

Μετάφραση: δύσχρηστος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intrattabile, intrattabili, insolubile, trattabile, irrisolvibile
Δύσχρηστος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύσχρηστος

δύσχρηστος λεξικό γλώσσας ιταλικά, δύσχρηστος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δύσπιστος στα ιταλικά - incredulo, incredula, increduli, incredulità, incredule
  • δύστροπος στα ιταλικά - bisbetico, bisbetica, shrewish
  • δύτης στα ιταλικά - tuffatore, palombaro, sommozzatore, subacqueo, sub, diver
  • δώδεκα στα ιταλικά - dodici, di dodici, dodici anni, a dodici
Τυχαίες λέξεις
Δύσχρηστος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: intrattabile, intrattabili, insolubile, trattabile, irrisolvibile