Λαξεύω στα φινλανδικά
Μετάφραση: λαξεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, vuolla, leikata, veistää, petkuttaa, kaivertaa, uurtaa, taltta, HEW
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαξεύω
λαξεύω αγγλικά, λαξεύω συνωνυμα, λαξεύω ετυμολογια, λαξεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, λαξεύω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- λανολίνη στα φινλανδικά - lanoliinia, lanoliini
- λαξευτής στα φινλανδικά - chiseler
- λαρδί στα φινλανδικά - ihra, sianihra, laardi, laardiöljy, silavaa, laardia
- λαρυγγικός στα φινλανδικά - kurkku-, kurkku
Τυχαίες λέξεις
Λαξεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hakata, vuolla, leikata, veistää, petkuttaa, kaivertaa, uurtaa, taltta, HEW
Μεταφράσεις: hakata, vuolla, leikata, veistää, petkuttaa, kaivertaa, uurtaa, taltta, HEW