Λαξεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: λαξεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaptas, kaltas, tašyti, kapoti, Ciosać, ištašyti, atkirsti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαξεύω
λαξεύω αγγλικά, λαξεύω συνωνυμα, λαξεύω ετυμολογια, λαξεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λαξεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- λανολίνη στα λιθουανικά - lanolinas
- λαξευτής στα λιθουανικά - skulptorius, chiseler
- λαρδί στα λιθουανικά - taukai, kiaulinių taukų, kiaulinius taukus, taukų, kiauliniai taukai
- λαρυγγικός στα λιθουανικά - šiurkštus, gomurinis, Guturāls, gerklinis, gomurinis garsas
Τυχαίες λέξεις
Λαξεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skaptas, kaltas, tašyti, kapoti, Ciosać, ištašyti, atkirsti
Μεταφράσεις: skaptas, kaltas, tašyti, kapoti, Ciosać, ištašyti, atkirsti