Ωριμότητα στα ουγγρικά
Μετάφραση: ωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érettség, lejárat, lejáratig, lejárata, futamidő
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμότητα
ωριμότητα ανωριμότητα, ωριμότητα ορισμός, ωριμότητα ψυχολογία, σχολική ετοιμότητα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ωριμότητα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ωριαίος στα ουγγρικά - óránkénti, óránként, és óránkénti, órás, órai
- ωριμάζω στα ουγγρικά - esedékes, érett, az érett, kiforrott, érettebb
- ωρύομαι στα ουγγρικά - sikoly, sikítani, sikoltozni, üvölteni, sikoltani
- ωστόσο στα ουγγρικά - már, azonban, viszont, Ugyanakkor, de, mindazonáltal
Τυχαίες λέξεις
Ωριμότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: érettség, lejárat, lejáratig, lejárata, futamidő
Μεταφράσεις: érettség, lejárat, lejáratig, lejárata, futamidő