Ωριμότητα στα ρωσικά

Μετάφραση: ωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завершенность, зрелость, возмужалость, срок погашения, погашения, зрелости, срок
Ωριμότητα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμότητα

ωριμότητα ανωριμότητα, ωριμότητα ορισμός, ωριμότητα ψυχολογία, σχολική ετοιμότητα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, ωριμότητα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ωριαίος στα ρωσικά - постоянно, постоянный, ежечасно, частый, почасовой, часовой, ежечасный, ...
  • ωριμάζω στα ρωσικά - великовозрастный, созревать, оперяться, спиться, дозреть, назреть, поспевать, ...
  • ωρύομαι στα ρωσικά - рыкать, зареветь, рев, гудение, рёв, гоготать, рык, ...
  • ωστόσο στα ρωσικά - доселе, еще, менее, ещё, однако, Но, Вместе с тем, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωριμότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: завершенность, зрелость, возмужалость, срок погашения, погашения, зрелости, срок