Δόλος στα αλβανικά
Μετάφραση: δόλος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mashtrim, mashtrimet, mashtrimi, vend mashtrimi, mashtrimin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόλος
ενδεχόμενοσ δόλοσ, δόλος συνώνυμα, γενικός δόλος, δούλος ετυμολογία, δόλοσ αγγλικά, δόλος λεξικό γλώσσας αλβανικά, δόλος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- δόκιμος στα αλβανικά - kadet, kadet i, kursant i shkollës ushtarake, Cadet, kadetëve
- δόλιος στα αλβανικά - përgjojnë, tek përgjojnë, fshihet, lurking, të përgjojnë
- δόλωμα στα αλβανικά - karrem, artificial, bait, karremi, ngasje
- δόνηση στα αλβανικά - dridhje, vibrimit, dridhje të, Dridhja, vibrim
Τυχαίες λέξεις
Δόλος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: mashtrim, mashtrimet, mashtrimi, vend mashtrimi, mashtrimin
Μεταφράσεις: mashtrim, mashtrimet, mashtrimi, vend mashtrimi, mashtrimin