Δόλος στα ουκρανικά
Μετάφραση: δόλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шахрай, облуда, афера, обман, підроблення, облуду, оману
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόλος
ενδεχόμενοσ δόλοσ, δόλος συνώνυμα, γενικός δόλος, δούλος ετυμολογία, δόλοσ αγγλικά, δόλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δόλος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δόκιμος στα ουκρανικά - учень, підмайстер, кадет, кадетів, кадете
- δόλιος στα ουκρανικά - нечесний, усамітнений, обманний, відокремлений, обманливий, брехливий, блукаючий, ...
- δόλωμα στα ουκρανικά - принада, принаджувати, спокуса, пастка, принадити, приманка, свої
- δόνηση στα ουκρανικά - струс, поштовхи, вібрація, вібрування, дрож, трепет, вібрації
Τυχαίες λέξεις
Δόλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шахрай, облуда, афера, обман, підроблення, облуду, оману
Μεταφράσεις: шахрай, облуда, афера, обман, підроблення, облуду, оману