Δόλος στα εσθονικά
Μετάφραση: δόλος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pettus, kavalus, pettusega, pettust, pettusel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόλος
ενδεχόμενοσ δόλοσ, δόλος συνώνυμα, γενικός δόλος, δούλος ετυμολογία, δόλοσ αγγλικά, δόλος λεξικό γλώσσας εσθονικά, δόλος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δόκιμος στα εσθονικά - õpipoiss, kadett, Cadet, kadeti, politseikadett
- δόλιος στα εσθονικά - puiklev, ringiminev, eksitav, valelik, varitsemine, peituvad, hiilib, ...
- δόλωμα στα εσθονικά - sööt, peibutis, peibutama, söödaks, sööda, sööta, söödalaevade
- δόνηση στα εσθονικά - vibratsioon, võnkumine, vappumine, värisemine, vibratsiooni, vibratsiooniga, vibratsioonist, ...
Τυχαίες λέξεις
Δόλος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pettus, kavalus, pettusega, pettust, pettusel
Μεταφράσεις: pettus, kavalus, pettusega, pettust, pettusel