Εκτείνω στα αλβανικά
Μετάφραση: εκτείνω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrij, zgjeroj, zgjat, shpalosem, shtrihem, shtrirë, shpaloset, e shtrirë
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτείνω
εκτείνω ορισμός, εκτείνω λεξικό γλώσσας αλβανικά, εκτείνω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- εκταφή στα αλβανικά - zhvarrosja, zhvarrimit, zhvarrosjen, zhvarrimi, ekshumimit
- εκτείνομαι στα αλβανικά - zgjeroj, shtrij, shtrihet, zgjat, shpalosem, shtrihem, shtrirë, ...
- εκτελώ στα αλβανικά - zbatoj, kryej, kryer, të kryer, kryejnë, kryejë
- εκτεταμένα στα αλβανικά - gjerësisht, gjerësisht të, gjerësisht në
Τυχαίες λέξεις
Εκτείνω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: shtrij, zgjeroj, zgjat, shpalosem, shtrihem, shtrirë, shpaloset, e shtrirë
Μεταφράσεις: shtrij, zgjeroj, zgjat, shpalosem, shtrihem, shtrirë, shpaloset, e shtrirë