Εκτείνω στα δανικά
Μετάφραση: εκτείνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udspændte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτείνω
εκτείνω ορισμός, εκτείνω λεξικό γλώσσας δανικά, εκτείνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκταφή στα δανικά - opgravning, opgravningen, ligopgravning, ekshumering
- εκτείνομαι στα δανικά - udspændte
- εκτελώ στα δανικά - udføre, gøre, servere, forestille, udfører, foretage, at udføre, ...
- εκτεταμένα στα δανικά - udstrakt, ekstensivt, udførligt, vid udstrækning, udstrakt grad
Τυχαίες λέξεις
Εκτείνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udspændte
Μεταφράσεις: udspændte