Ορμή στα αλβανικά

Μετάφραση: ορμή, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vrull, hidhem, lëshohem, moment, vrulli, momentum, momentit
Ορμή στα αλβανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμή

ορμή στα αγγλικά, ορμή συστήματος σωμάτων, ορμή ορισμός, ορμή ασκήσεις, ορμή φροντιστήριο, ορμή λεξικό γλώσσας αλβανικά, ορμή στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • ορκισμένος στα αλβανικά - betuar, betua, betimin, betohem, betuar në
  • ορμέμφυτος στα αλβανικά - instinktiv, i pavetëdijshëm, pavetëdijshëm, instiktive, instinktive
  • ορμητικός στα αλβανικά - i vrullshëm, vrullshëm, vrullshme, i furishëm, furishëm
  • ορμόνη στα αλβανικά - hormon, hormoneve, të hormoneve, hormoni, hormon i
Τυχαίες λέξεις
Ορμή στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: vrull, hidhem, lëshohem, moment, vrulli, momentum, momentit