Ορμή στα δανικά
Μετάφραση: ορμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilstrømning, momentum, fremdrift, dynamik, fart, fremdriften
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμή
ορμή στα αγγλικά, ορμή συστήματος σωμάτων, ορμή ορισμός, ορμή ασκήσεις, ορμή φροντιστήριο, ορμή λεξικό γλώσσας δανικά, ορμή στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορκισμένος στα δανικά - svoret, edsvoren, svor, tilsvoret
- ορμέμφυτος στα δανικά - instinktiv, instinktive, instinktivt
- ορμητικός στα δανικά - fremfusende, heftige, heftig, impulsive, uigennemtænkt
- ορμόνη στα δανικά - hormon, hormonet, hormoner
Τυχαίες λέξεις
Ορμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilstrømning, momentum, fremdrift, dynamik, fart, fremdriften
Μεταφράσεις: tilstrømning, momentum, fremdrift, dynamik, fart, fremdriften