Ορμή στα τούρκικα
Μετάφραση: ορμή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acele, kapris, moment, ivme, Momentum, momentumu, momentumun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμή
ορμή στα αγγλικά, ορμή συστήματος σωμάτων, ορμή ορισμός, ορμή ασκήσεις, ορμή φροντιστήριο, ορμή λεξικό γλώσσας τούρκικα, ορμή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ορκισμένος στα τούρκικα - yeminli, yemin, and içti, yeminli bir, yemini
- ορμέμφυτος στα τούρκικα - içgüdüsel, içgüdüsel bir, içgüdüsel olarak, iç güdüsel
- ορμητικός στα τούρκικα - aceleci, coşkun, tez, tez canlı, impetuous
- ορμόνη στα τούρκικα - hormon, hormonu, hormonunun, hormondur
Τυχαίες λέξεις
Ορμή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: acele, kapris, moment, ivme, Momentum, momentumu, momentumun
Μεταφράσεις: acele, kapris, moment, ivme, Momentum, momentumu, momentumun