Ορμή στα λετονικά

Μετάφραση: ορμή, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
untums, steiga, kaprīze, impulss, impulsu, tempu, momenta, dinamika
Ορμή στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμή

ορμή στα αγγλικά, ορμή συστήματος σωμάτων, ορμή ορισμός, ορμή ασκήσεις, ορμή φροντιστήριο, ορμή λεξικό γλώσσας λετονικά, ορμή στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • ορκισμένος στα λετονικά - zvērināts, zvērināta, zvērestu, zvērinātu, zvērinātam
  • ορμέμφυτος στα λετονικά - instinktīvs, instinktīva, instinktīvais, instinktīvi, instinktīvas
  • ορμητικός στα λετονικά - trauksmains, impulsīvs, trauksmainas, nevaldāmi, straujš
  • ορμόνη στα λετονικά - hormons, hormonu, hormona
Τυχαίες λέξεις
Ορμή στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: untums, steiga, kaprīze, impulss, impulsu, tempu, momenta, dinamika